- αὔχημα
- αὔχημα1 acclaim
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.92
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.92
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
αὔχημα — thing boasted of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔχημ' — αὔχημα , αὔχημα thing boasted of neut nom/voc/acc sg αὔχημαι , αὐχέω boast perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχημάτων — αὔχημα thing boasted of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήμασι — αὔχημα thing boasted of neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήμασιν — αὔχημα thing boasted of neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήματα — αὔχημα thing boasted of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήματι — αὔχημα thing boasted of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήματος — αὔχημα thing boasted of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας … Dictionary of Greek
αυχηματικός — αὐχηματικός, ή, όν (Μ) [αύχημα] αλαζονικός, υπεροπτικός … Dictionary of Greek